- κατασχέτης
- ο, θηλ. κατασχέτις, -ιδοςαυτός που ενεργεί κατάσχεση, αυτός που είναι εξουσιοδοτημένος να κάνει την κατάσχεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασχέτης — ο ο πιστωτής που κάνει την κατάσχεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)